// //]]> // //]]>
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
logo
Φορολογική Βιβλιοθήκη

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣτΕ


Α. ΣτΕ 2676/2002

Αίτηση της …… κατά του Υπουργού Οικονομικών ……..

1. …

2. ….

3. …..

4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το διοικητικό εφετείο δέχτηκε ότι, από την από 31.3.1995 έκθεση ελέγχου των αρμόδιων εφοριακών οργάνων, προκύπτουν τα ακόλουθα:

Η ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία έχει την έδρα της στο …….. και ασχολείται με την ανέγερση οικοδομών και την ανάληψη δημόσιων τεχνικών έργων, τήρησε δε κατά την κρινόμενη χρήση (1.1 - 31.12.94) βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/92). Κατά τον έλεγχο, που διενεργήθηκε στις 15.11.1994 στα βιβλία και στοιχεία της, διαπιστώθηκε ότι δεν είχε ενημερώσει εμπρόθεσμα τα τηρούμενα με το μηχανογραφικό σύστημα βιβλία της και ειδικότερα το ημερολόγιο ταμείου και το ημερολόγιο διαφόρων πράξεων, διότι δεν είχαν εισαχθεί στο αρχείο του ηλεκτρονικού υπολογιστή τα δεδομένα των οικονομικών πράξεων του μηνός Οκτωβρίου 1994. Διαπιστώθηκε επίσης ότι στους λογαριασμούς «Αμοιβές και έξοδα τεχνικών» και «Δαπάνες έργων» είχαν καταχωριστεί τα ακόλουθα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής: α) τα 74/30.9.1994 και 79/4.11.1994 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, που είχε εκδώσει ο ........, ηλεκτρομηχανολογικά - χωματουργικές εργασίες,  Αθήνα, Α.Φ.Μ. ….., για χωματουργικές εργασίες, αξίας 4.800.000 και 6.100.000 δραχμών, αντίστοιχα. β) Τα 13/30.6.1994, 52/30.10.1994, 73/17.11.1994 και 54/30.12.1994 τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής, της ........, ηλεκτρικά και υδραυλικά είδη,  Μοσχάτο Α.Φ.Μ. ……….. αξίας 8.335.400, 4.000.500, 7.320.500 και 2.978.000 δραχμών, αντίστοιχα, και συνολικής αξίας 33.534.400 δραχμών.

 Από σχετική έρευνα που διενεργήθηκε σχετικά με τα πιο πάνω τιμολόγια προέκυψε ότι οι εκδότες τους ήταν ανύπαρκτες επιχειρήσεις, αφού αυτές δεν υπήρχαν στις διευθύνσεις που αναγράφονταν σ’ αυτά, σύμφωνα δε με πληροφορίες περιοίκων οι επιχειρήσεις αυτές ποτέ δεν είχαν λειτουργήσει στις συγκεκριμένες διευθύνσεις. Ειδικότερα, τα 74/30.9.1994 και 79/4.11.1994 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με εκδότη τον ………. έφεραν διάτρηση 1102 ΑΑ11 92. Ο κωδικός 1102 ανήκει στην Δ.Ο.Υ. Β΄ Αθηνών αλλά η εν λόγω Δ.Ο.Υ., με το 10689/22.11.1994 έγγραφό της, πληροφόρησε τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς ότι στο τηρούμενο από αυτήν βιβλίο καταχώρισης θεωρημένων βιβλίων και στοιχείων, στο οποίο καταχωρίζονται όσοι επιτηδευματίες ανήκουν σ’ αυτήν, δεν έχει καταχωριστεί πράξη θεώρησης με το όνομα ......... καθώς και ότι, όπως προκύπτει από το βιβλίο διατρητικών μηχανών της υπηρεσίας της, τα γράμματα που χρησιμοποίησε το Νοέμβριο του 1992 ήταν ΑΒ και όχι ΑΑ, διάτρηση που φέρουν τα πιο πάνω τιμολόγια παροχής υπηρεσιών. Επίσης, η Δ.Ο.Υ. ΣΤ΄ Αθηνών, η οποία αναγράφεται στα παραπάνω τιμολόγια ως αρμόδια Δ.Ο.Υ. του εκδότη τους, με το 618/24.1.1995 έγγραφό της πληροφόρησε τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς ότι ο ........, χωματουργικές εργασίες, …., δεν είχε κάνει έναρξη δραστηριότητας, δεν είχε θεωρήσει βιβλία και στοιχεία ούτε είχε υποβάλει δηλώσεις φόρου εισοδήματος. Εξάλλου, από επιτόπια έρευνα που έγινε στην οδό ……., στη διεύθυνση δηλαδή την οποία έφεραν τα πιο πάνω τιμολόγια, διαπιστώθηκε ότι στη διεύθυνση αυτή δε στεγαζόταν ούτε η επιχείρηση του ............ ούτε άλλη επιχείρηση, αφού το κτίριο που υπήρχε στη διεύθυνση αυτή ήταν ετοιμόρροπο και ακατοίκητο από πολλά έτη. Τέλος, έπειτα από πληροφορίες του ΚΕ.Π.Υ.Ο., εντοπίστηκε φορολογούμενος με το όνομα ........... χωματουργικές εργασίες, που έχει τον ίδιο αριθμό φορολογικού μητρώου με τον αριθμό φορολογικού μητρώου τον οποίο φέρουν τα επίμαχα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών. Η Δ.Ο.Υ. Χαϊδαρίου με το 4331/24.2.1995 έγγραφό της γνωστοποίησε στη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά ότι τα επίμαχα τιμολόγια δεν είχαν θεωρηθεί από αυτήν και ότι ο φορολογούμενος .......... είχε θεωρήσει για τελευταία φορά τιμολόγια το έτος 1990 και είχε υποβάλει δήλωση φόρου εισοδήματος, για τελευταία φορά, το οικονομικό έτος 1993.

Περαιτέρω, σχετικά με τα ανωτέρω τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής της ............ από επιτόπιο έλεγχο, που διενήργησε ελεγκτής της Δ.Ο.Υ. Μοσχάτου στην επί της οδού Μονεμβασίας 6 φερόμενη ως έδρα της επιχείρησής της, διαπιστώθηκε ότι στη διεύθυνση αυτή δε στεγαζόταν κατάστημα της πιο πάνω επιχείρησης ούτε άλλο κατάστημα, αλλά μονοκατοικία κατοικούμενη από την οικογένεια του ........... από το έτος 1932. Επίσης, από περαιτέρω έλεγχο που διενήργησε η Δ.Ο.Υ. Μοσχάτου προέκυψε ότι μόνο το αριθ. 13/30.6.1994 τιμολόγιο πώλησης είχε θεωρηθεί κανονικά, ενώ τα υπόλοιπα τρία τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής δεν είχαν θεωρηθεί από την ανωτέρω Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, διότι η .......... είχε θεωρήσει μόνον ένα στέλεχος τιμολογίων πώλησης - δελτίων αποστολής με αρίθμηση από Νο 1 έως Νο 50, ενώ τα παραπάνω τρία τιμολόγια φέρουν αρίθμηση μεγαλύτερη του αριθμού 50 και η διάτρησή τους έχει γίνει με διαφορετικά μέσα από εκείνα που χρησιμοποιούν οι Δ.Ο.Υ. Το τελευταίο τούτο προέκυψε από τη σύγκριση της διάτρησης που φέρει το 13/30.6.94 τιμολόγιο πώλησης με τη διάτρηση που φέρουν τα υπόλοιπα (52, 73 και 54). Μετά τις διαπιστώσεις αυτές του ελέγχου ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς εξέδωσε σε βάρος της αναιρεσείουσας πράξη, με την οποία της επέβαλε α) πρόστιμο 300.000 δραχμών για τη μη εμπρόθεσμη ενημέρωση των τηρούμενων με το μηχανογραφικό σύστημα ημερολογίων ταμείου και διαφόρων πράξεων με τα δεδομένα των οικονομικών πράξεων του μηνός Οκτωβρίου 1994, κατά παράβαση των άρθρων 17 παρ. 2α και 24 παρ. 1 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992) και β) πρόστιμο 167.672.000 δραχμών, δηλαδή το πενταπλάσιο της αξίας των πιο πάνω πέντε τιμολογίων που θεωρήθηκαν πλαστά και εικονικά και του ενός που θεωρήθηκε εικονικό (13/30.6.1994), συνολικής αξίας 33.534.000 δραχμών, τα οποία η ήδη αναιρεσείουσα έλαβε και καταχώρισε στα βιβλία της, κατά παράβαση του άρθρου 18 παρ. 2 του Κ.Β.Σ.. Προσφυγή που άσκησε η αναιρεσείουσα κατά της παραπάνω πράξης έγινε εν μέρει δεκτή και περιορίστηκε σε 100.000 δρχ. το πρόστιμο για την πρώτη παράβαση και σε 100.603.200 δρχ. το πρόστιμο για τη δεύτερη παράβαση.

 

5. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι οι συναλλαγές που φέρονται ότι πραγματοποιήθηκαν με τα επίμαχα φορολογικά στοιχεία ήταν ανύπαρκτες στο σύνολό τους και ότι τα τιμολόγια που είχαν εκδώσει τα πιο πάνω πρόσωπα ήταν εικονικά. Τούτο δε, γιατί είχε προκύψει από τον αναφερόμενο πιο πάνω φορολογικό έλεγχο ότι τα πρόσωπα, τα οποία φέρονται ως εκδότες των επίμαχων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και πώλησης αγαθών, δε βρέθηκαν στις έδρες τους, δεν υπήρχαν δηλαδή οι αναγραφόμενες στα τιμολόγια επαγγελματικές εγκαταστάσεις και ότι τα πρόσωπα αυτά ήταν άγνωστα στη φορολογική αρχή, αφού δεν είχαν δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός τους ούτε είχαν θεωρήσει στοιχεία στις κατά τόπους, αρμόδιες σύμφωνα με τις διευθύνσεις τους, εφορίες (πλην του 13/1994 τιμολογίου πώλησης της ........ το οποίο είχε μεν θεωρηθεί νόμιμα, η επιχείρηση όμως της πιο πάνω, φερόμενης ως εκδότριας του τιμολογίου, δεν είχε βρεθεί). Συνεπώς, έκρινε τελικώς το διοικητικό εφετείο, νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος της αναιρεσείουσας πρόστιμα για τη λήψη και καταχώριση στα βιβλία της των πιο πάνω εικονικών τιμολογίων, τα πρόστιμα δε αυτά, ενόψει του ύψους και της αξίας κάθε συναλλαγής, ορθώς προσδιορίστηκαν με την πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο απέρριψε, προεχόντως ως αναπόδεικτο, τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι τελούσε σε καλή πίστη κατά το χρόνο των κρίσιμων συναλλαγών.

 

6. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το διοικητικό εφετείο σχημάτισε τη δικανική πεποίθηση ότι οι ένδικες συναλλαγές ήταν εικονικές κατά την έννοια που εκτίθεται στην ανωτέρω σκέψη 3 και συνεπώς, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη αυτή, δεν ήταν δυνατόν να τεθεί θέμα καλής πίστης του λήπτη του εικονικού στοιχείου δέχεται δε, περαιτέρω, ότι η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε ανταποδεικτικώς στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να κλονίσουν την πεποίθηση αυτή του δικαστηρίου. Η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Συνεπώς, η αναιρεσείουσα αβασίμως υποστηρίζει τα αντίθετα. Περαιτέρω, εφόσον στην επίδικη περίπτωση, όπως έχει πιο πάνω εκτεθεί, δεν ήταν δυνατόν να τεθεί θέμα καλής πίστης του λήπτη του εικονικού στοιχείου, η αναιρεσείουσα αβασίμως προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, διότι το δικαστήριο δεν τεκμηριώνει από ποια στοιχεία προκύπτει η κακή πίστη της ίδιας ή η γνώση ή η ύπαρξη συμπαιγνίας μεταξύ αυτής και των προσώπων που είχαν εκδώσει τα επίμαχα τιμολόγια ή, τέλος, η προφανής εικονικότητα των τιμολογίων αυτών που θα αναιρούσε την καλή πίστη της.

 

7. Επειδή, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η ήδη αναιρεσείουσα είχε προβάλει κατ’ έφεση ότι η πιο πάνω πράξη της φορολογικής αρχής είναι ακυρωτέα ως αναιτιολόγητη, γιατί δεν αναφέρονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν καθεμία από τις παραβάσεις που της αποδίδονταν. Το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο αυτόν ως αβάσιμο, κρίνοντας ότι η έκθεση ελέγχου, στην οποία στηρίζεται η πράξη για την επιβολή του προστίμου, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, καθόσον αναφέρονται σ’ αυτήν αναλυτικώς τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν κάθε παράβαση.

Με την κρινόμενη αίτηση η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, γιατί το διοικητικό εφετείο δεν απάντησε στον πιο πάνω ουσιώδη ισχυρισμό της, ο οποίος είχε προβληθεί κατ’ έφεση.

Όπως προκύπτει όμως από όσα έχουν πιο πάνω εκτεθεί, το δικαστήριο εξέτασε τον ισχυρισμό αυτόν και τον απέρριψε ως αβάσιμο, η αναιρεσείουσα δε καμιά πλημμέλεια δεν προσάπτει στην πιο πάνω αιτιολογία της αποφάσεως του δικαστηρίου.

Συνεπώς, αβασίμως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, ενώ, εξάλλου, δεν προβάλλεται ότι η αναιρεσείουσα είχε προβάλει κάποιο ειδικότερο ισχυρισμό σε σχέση με το θέμα αυτό, τον οποίο δεν εξέτασε το διοικητικό εφετείο.

 

8. Επειδή, με την πράξη της φορολογικής αρχής, όπως αυτή περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, επιβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα πρόστιμα διακεκριμένως για περισσότερες της μιας παραβάσεις του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992), που ανάγονται στην ίδια διαχειριστική περίοδο. Ειδικότερα, το δεύτερο πρόστιμο των 167.672.000 δραχμών ανερχόταν στο πενταπλάσιο της αξίας των πιο πάνω έξι τιμολογίων που θεωρήθηκαν εικονικά. Νομίμως, κατ’ ακολουθίαν, σύμφωνα με τη μνημονευμένη στη σκέψη 3 διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 34 του πιο πάνω Κώδικα, με την ίδια απόφαση επιβλήθηκαν τα ένδικα πρόστιμα για περισσότερες αυτοτελείς παραβάσεις, όπως ορθώς έκρινε το διοικητικό εφετείο.

Συνεπώς, η αναιρεσείουσα αβασίμως υποστηρίζει τα αντίθετα, τα οποία πρέπει να απορριφθούν όπως και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.

Δ ι α   τ α  ύ τ α

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση

………..

 

Β. ΣτΕ 446/2003

Αίτηση του …….. κατά του Υπουργού Οικονομικών …………………

1. ….

2

3. Επειδή ο Κ.Φ.Δ. (π.δ. 331/1985/ΦΕΚ116 Α) ορίζει, στο άρθρο 123, ότι «Αποδεικτικά μέσα είναι η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα μεταξύ των οποίων και οι εκθέσεις ελέγχου των φορολογικών οργάνων, η ομολογία του διαδίκου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η πράξη, οι εξηγήσεις των διαδίκων και οι μάρτυρες, εκτός αν ο ουσιαστικός φορολογικός νόμος ορίζει διαφορετικά», στο άρθρο 152 ότι «1. Το δικαστήριο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να διατάξει αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους την εξέταση μαρτύρων, εκτός από τις περιπτώσεις που ο ουσιαστικός νόμος, ο οποίος εφαρμόζεται στη δίκη, την αποκλείει. 2. Η απόφαση για την εξέταση μαρτύρων πρέπει να ορίζει τους μάρτυρες που θα εξεταστούν και να αιτιολογεί ειδικά την ανάγκη για την εξέτασή τους. 3. Το μονομελές δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την εξέταση μαρτύρων μόνο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο» και στο άρθρο 124 ότι «Το δικαστήριο, αποβλέποντας στην ανεύρεση της αντικειμενικής αλήθειας, χρησιμοποιεί τα αποδεικτικά μέσα κατά την κρίση του και τα εκτιμά ελεύθερα, αν οι ειδικές διατάξεις που διέπουν την κρινόμενη υπόθεση δεν ορίζουν διαφορετικά». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι μόνον οι μαρτυρίες που λαμβάνονται κατά τους ορισμούς των άρθρων 152 επ. αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Τα δικαστήρια αυτά δεν μπορούν να λάβουν υπόψη μαρτυρίες που δεν πληρούν τους όρους των ανωτέρω διατάξεων, ούτε με βάση τη θεσπιζόμενη από το άρθρο 124 Κ.Φ.Δ. αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων από το δικαστή, διότι η αρχή αυτή προϋποθέτει χρήση αποδεικτικών μέσων που επιτρέπει ο νόμος. Συνεπώς μαρτυρίες υπό την μορφή υπευθύνων δηλώσεων του Ν. 1599/1986 καθώς και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφου τρίτων προσώπων για πράγματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης που διεξάγεται ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα και δεν επιτρέπεται να ληφθούν νομίμως υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι δεν τηρήθηκαν οι απαιτούμενες από τον Κ.Φ.Δ. διατυπώσεις για την εγκυρότητά τους γιατί αποτελούν μαρτυρίες που λήφθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 152 επ. του Κ.Φ.Δ. Σε περίπτωση όμως που η εν λόγω υπεύθυνη δήλωση δεν έχει ληφθεί για να προσκομιστούν ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου αλλά έχει ληφθεί κατά διοικητική διαδικασία ή αναφέρεται κατά περιεχόμενο στην έκθεση ελέγχου δεν υπόκειται στον πιο πάνω περιορισμό.

 

4. Επειδή, περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 152 του Κ.Φ.Δ. συνάγεται ότι η εξέταση μαρτύρων στη φορολογική δίκη αποτελεί εξαιρετικό αποδεικτικό μέσο, η χρήση του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Από αυτό παρέπεται ότι ο διάδικος, ο οποίος ζητεί την εξέταση μάρτυρος, πρέπει να εξηγεί τους ειδικούς λόγους, οι οποίοι καθιστούν αναγκαία την προσφυγή στο εξαιρετικό αυτό αποδεικτικό μέσο. Άλλως, το σχετικό αίτημα νομίμως απορρίπτεται από το δικαστήριο της ουσίας, χωρίς να χρειάζεται ειδική προς τούτο αιτιολογία (ΣτΕ 2927/1999, 3773/1998).

 

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση «εις βάρος του εκκαλούντος (και ήδη αναιρεσείοντος) που έχει ως αντικείμενο εργασιών την εκμίσθωση φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, επιβλήθηκαν με την επίδικη πράξη πρόστιμα ύψους 6.516.000 δραχμών συνολικά, διότι, κατά την διενέργεια ελέγχων στα από αυτόν και την εταιρεία εμπορίας ανταλλακτικών αυτοκινήτων «Κ. …….. » τηρούμενα βιβλία και στοιχεία, διαπιστώθηκε ότι έλαβε και αποδέχθηκε τα 427/25.2.1994, 482/16.6.1994 και 503/10.8.1994 τιμολόγια πωλήσεως - δελτία αποστολής της τελευταίας, τα οποία ήταν      1) εικονικά, α) διότι η εν λόγω εταιρεία παρουσίασε κατά την ένδικη χρήση πωλήσεις ύψους 23.253.812 δραχμών και καμία αγορά ανταλλακτικών αυτοκινήτων, ούτε υπήρχαν αποθέματα και β) διότι ο διαχειριστής της δήλωσε με την από 5.9.1994 δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, ότι όλες οι υπερβαίνουσες τις 150.000 δραχμές πωλήσεις είναι εικονικές και δεν υπάρχουν αντίστοιχες αγορές εμπορευμάτων και 2) πλαστά, διότι δεν έφεραν την από το νόμο απαιτούμενη διάτρηση - θεώρηση της φορολογικής αρχής, αλλά διάτρηση με καρφίτσα (ή βελόνα) στα πρωτότυπά τους.

Ειδικότερα με την ένδικη πράξη επιβλήθηκαν στον εκκαλούντα (και ήδη αναιρεσείοντα) για την λήψη και αποδοχή α) του 427/1994 τιμολογίου πωλήσεως δελτίου αποστολής δύο πλατώ VOLVO, τεσσάρων δίσκων VOLVO, μιας μεσαίας πλάκας και ενός βολάν VOLVO συνολικής αξίας 354.000 δραχμών, πρόστιμο 1.416.000 δραχμών, β) του 482/1994 τιμολογίου-δελτίου αποστολής ενός πλατώ VOLVO, δύο δίσκων VOLVO, μια μεσαίας πλάκας, ενός ρουλεμάν και ενός βολάν, συνολικής αξίας 350.460 δραχμών, πρόστιμο 1.400.000 δραχμών και γ) του 503/1994 τιμολογίου - δελτίου αποστολής ενός πλατώ ιντέρκουλερ, ενός δίσκου VOLVO, μιας μεσαίας πλάκας VOLVO, δύο βεντιλατέρ, ενός ρουλεμάν, τριών γραναζιών και ενός βολάν VOLVO συνολικής αξίας 922.760 δραχμών, πρόστιμο 3.700.000 δραχμών. Κατά της παραπάνω καταλογιστικής πράξεως ο εκκαλών (και ήδη αναιρεσείων) άσκησε προσφυγή με την οποία υποστήριξε ότι εσφαλμένα η φορολογική αρχή του απέδωσε τις προπαρατιθέμενες παραβάσεις στηριζόμενη αποκλειστικά στην υπεύθυνη δήλωση του διαχειριστή της προαναφερόμενης εταιρείας, καθόσον οι συναλλαγές ήταν πραγματικές, τα δε αναγραφόμενα στα τιμολόγια ανταλλακτικά τοποθετήθηκαν στα αυτοκίνητά του από τον ίδιο ή σε συνεργεία τρίτων και ότι, εν πάση περιπτώσει, αγνοούσε την εικονικότητα και πλαστότητά τους και τελούσε σε καλή πίστη ενώ με το από     7.11.1997 υπόμνημα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου προέβαλε ότι τα ανταλλακτικά των 427 και 482/1994 τιμολογίων χρησιμοποιήθηκαν κατά την επισκευή των με αριθμούς κυκλοφορίας ΡΝΙ 4774 και ΡΝΙ 4336 αυτοκινήτων του στο συνεργείο της εταιρείας «..........» και προσκόμισε προς απόδειξη των ισχυρισμών του ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα α) των 1014/25.2.1994 και 1423/27.6.1994 αποδείξεων παροχής υπηρεσιών της εν λόγω εταιρείας στο όνομά  του, με αναγραφή εκτός κειμένου των πιο πάνω αριθμών κυκλοφορίας και την παράθεση των κατά την άποψή του σχετικών με τα ένδικα ανταλλακτικά εργασιών (αλλαγή πλατώ, βολάν, δίσκων, μεσαίας πλάκας, ρουλεμάν) μετά την αποτίμηση στην οικεία στήλη άλλων εργασιών, 2) της από 27.10.1997 υπεύθυνης δηλώσεως και της 8517/1997 ένορκης βεβαιώσεως ενώπιον συμβολαιογράφου του εκπροσώπου και διαχειριστή της εκδότριας των τιμολογίων εταιρείας, σύμφωνα με τις οποίες αυτά αφορούν πραγματικές και όχι εικονικές συναλλαγές. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, αφού δέχθηκε αφενός μεν ότι τα με αριθμό 2 έγγραφα δεν αποτελούν κατά τις διατάξεις του Κ.Φ.Δ. νόμιμα αποδεικτικά μέσα, αφετέρου δε ότι δεν προέκυπτε από την σύγκριση των δύο κατηγοριών στοιχείων (τιμολογίων - αποδείξεων) η τοποθέτηση των αναγραφόμενων στα πρώτα ανταλλακτικών για την εκτέλεση των περιγραφόμενων στα δεύτερα εργασιών και περαιτέρω, αφού έλαβε υπόψη του τις διαπιστώσεις των ελεγκτών, έκρινε ότι τα ένδικα τιμολόγια ήταν εικονικά και ότι ο εκκαλών (και ήδη αναιρεσείων) υπέπεσε στις αποδιδόμενες από τη φορολογική αρχή παραβάσεις και περιόρισε τα πρόστιμα σε 708.000 (354.000 Χ2), 701.000 (350.460 Χ2) και 1.845.510 δραχμές (922.760 Χ2)» κατά μερική παραδοχή της προσφυγής και ανάλογη μεταρρύθμιση της ένδικης καταλογιστικής πράξεως. Με την προσβαλλομένη απόφαση εκρίθη ότι «μόνο οι λαμβανόμενες κατά τους ορισμούς του άρθρου 152 του Κ.Φ.Δ. μαρτυρίες αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα κατά την ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διαδικασία κα ως εκ τούτου ορθά και νόμιμα το πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του την υπεύθυνη δήλωση και την ένορκη κατάθεση του διαχειριστή της εκδότριας των ένδικων τιμολογίων εταιρείας προεχόντως ως έχουσες τον χαρακτήρα εξώδικης μαρτυρίας, επιπροσθέτως δε ως προσκομιζόμενες σε φωτοαντίγραφα χωρίς την από το νόμο απαιτούμενη επικύρωσή τους». Περαιτέρω, απερρίφθη ως αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός του αιτούντος περί παραβάσεως των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας λόγω παραλείψεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου να εκδώσει προδικαστική απόφαση  για την εξέταση του υπευθύνως δηλούντος ως μάρτυρα με την αιτιολογία ότι «εν όψει αφενός μεν του ότι το πρωτοδικείο ευχέρεια έχει και όχι υποχρέωση να διατάξει συμπλήρωση των αποδείξεων και αφετέρου της μη επικλήσεως της συνδρομής εξαιρετικής περιπτώσεως δικαιολογούσας την εξέτασή του και εν πάση περιπτώσει λόγω της υπάρξεως στοιχείων ικανών για τον σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως επί της προκειμένης διαφοράς». Η κρίση αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη δεδομένου ότι το βάρος επικλήσεως εξαιρετικών λόγων για την εξέταση μαρτύρων το έχει κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 4 εκείνος που ζητά την εξέτασή τους, και, πάντως, η κρίση για την ανάγκη εξετάσεως μαρτύρων ανήκει στο δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ο δε αντίθετος λόγος αναίρεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξ άλλου απαραδέκτως προτείνονται για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση ισχυρισμοί με τους οποίους συνέτρεχαν τέτοιοι εξαιρετικοί λόγοι που δικαιολογούσαν την εξέταση ως μάρτυρος του προταθέντος με το δικόγραφο της εφέσεως ......... καθώς και ότι έπρεπε να εξετασθούν ως μάρτυρες και πρόσωπα (.............) τα οποία δεν είχε αυτός προτείνει στην κατ΄ έφεση δίκη.

Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως ότι κατά παράβαση νόμου το δικαστήριο της ουσίας «απέρριψε το αίτημά του να διαταχθεί συμπλήρωση των αποδείξεων», διότι κατά το άρθρο 95 του Κ.Φ.Δ., η συμπλήρωση των αποδείξεων απόκειται στην κρίση του διοικητικού δικαστηρίου, η οποία δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο.

 

6. Επειδή, στο άρθρο 227 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Στις περιπτώσεις του άρθρου 225 (ψευδής ανώμοτη κατάθεση) η πράξη μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος με την ελεύθερη θέλησή του ανακάλεσε ενώπιον της ίδιας αρχής την ψευδή έκθεση με νέα έκθεση. Η ανάκληση αυτή δεν απαλλάσσει από την ποινή τον υπαίτιο, αν η αρχή έχει ήδη εκδώσει απόφαση ή αν επήλθε σε άλλον κάποια έννομη επιβλαβής συνέπεια».

 

7. Επειδή, στη συνέχεια, προβάλλεται ότι «μη νομίμως η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπ’ όψιν της την από 5.9.1994 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 που συνέταξε ο ........ διότι τούτη απευθύνεται αόριστα «προς κάθε Δικαστική Αρχή και αρμόδια Δ.Ο.Υ.», ενώ ο υπευθύνως δηλών υπέχει ποινική ευθύνη όταν εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά και σε περίπτωση ανάκλησης της υπεύθυνης δήλωσής του εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 227 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, η ως άνω υπεύθυνη δήλωση, η οποία απευθύνθηκε, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση στο φορολογικό έλεγχο διότι η ως άνω διάταξη του Ποινικού Κώδικα αφορά την ποινική ευθύνη αυτού που ανακαλεί ψευδή «έκθεση» με νέα του «έκθεση» ενώπιον της ίδιας αρχής, προτού η ίδια εκδώσει πράξη, πράγμα που δεν συνέβη στην προκείμενη περίπτωση, δοθέντος ότι η ένδικη πράξη της φορολογικής αρχής εκδόθηκε το έτος 1995, η δε ανάκληση την οποία επικαλέσθηκε ο αιτών έλαβε χώρα το έτος 1997. Συνεπώς, από τη διάταξη αυτή δεν επηρεάζεται η ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 152 επ. του Κ.Φ.Δ., η οποία έχει παρατεθεί στη σκέψη 3.

Τέλος, προβάλλεται σχετικά λόγος αναιρέσεως σύμφωνα με τον οποίο το διοικητικό εφετείο θα «έπρεπε να αμφιβάλει για την αποδεικτική ισχύ της από 5.9.1994 υπεύθυνης δήλωσης του ........» και, προς διαμόρφωση της κρίσης του, έπρεπε «να συνεκτιμήσει τόσο την από 27.10.1997 ενώπιον της Συμβολαιογράφου ένορκη βεβαίωσή του, όσο και την από 27.10.1997 υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 του ιδίου, με την οποία αναιρούσε το περιεχόμενο της πρώτης υπεύθυνης δήλωσής του, έστω και αν αυτές δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Κ.Φ.Δ. ως αποδεικτικά στοιχεία». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στη σκέψη 3 ορθώς το Διοικητικό Εφετείο στήριξε την κρίση του περί εικονικότητας των πιο πάνω τιμολογίων μεταξύ άλλων και στη συνεκτίμηση της από 5.9.1994 υπεύθυνης δήλωσης του ........... εφ’ όσον αυτή, όπως συνάγεται από την προσβαλλομένη απόφαση, είχε ληφθεί κατά τη διοικητική διαδικασία (του ελέγχου) και αναφέρεται στην οικεία έκθεση ελέγχου. Περαιτέρω το ίδιο δικαστήριο, ορθώς δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε την από 27.10.1997 υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 και την ένορκη βεβαίωση αυτού ενώπιον συμβολαιογράφου (8517/1997) διότι τα στοιχεία αυτά, δεν επιτρέπεται, κατά τα ανωτέρω να ληφθούν νομίμως υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, δοθέντος ότι επρόκειτο για μαρτυρικές καταθέσεις που είχαν ληφθεί κατά παράβαση των άρθρων 152 και επ. του Κ.Φ.Δ.

 

8. ………….

 

9. Επειδή στο άρθρο 31 του ν.1591/1986 ….

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, στην περίπτωση που αποδίδεται εικονικότητα στα εκδοθέντα φορολογικά στοιχεία, υπό την έννοια ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή για την οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Αν όμως πρόκειται για συναλλαγή με πρόσωπο που δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στα φορολογικά στοιχεία, διεύθυνση, φορολογική αρχή, αρκεί το γεγονός αυτό για να στοιχειοθετηθεί παράβαση και του επιτηδευματία που δέχεται τέτοια στοιχεία, εκτός αν ο τελευταίος αποδείξει ότι τελούσε σε καλή πίστη κατά το χρόνο της συναλλαγής (ΣτΕ 2445/2002, 1055/2002).

 

10. Επειδή, περαιτέρω, η προσβαλλομένη απόφαση, αφού έλαβε υπ’ όψιν της «α) τις περιεχόμενες στην οικεία έκθεση ελέγχου διαπιστώσεις των ελεγκτών, σύμφωνα με τις οποίες η εκδότρια των προαναφερόμενων τιμολογίων εταιρεία παρουσίασε κατά την ένδικη χρήση μόνο πωλήσεις σημαντικότατου ύψους και καμία αγορά ανταλλακτικών αυτοκινήτων, ούτε είχε σχετικά αποθέματα, καθώς και την αναφερόμενη στην ίδια έκθεση υπεύθυνη δήλωση του διαχειριστή της εν λόγω εταιρείας σχετικά με την εικονικότητα των πιο πάνω στοιχείων, β) ότι οι προσκομιζόμενες σε φωτοαντίγραφα 1014 και 1423/1994 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών στερούνται αποδεικτικής αξίας, διότι δεν προκύπτει η για την εκτέλεση των περιγραφόμενων σ’ αυτές εργασιών χρήση των ένδικων ανταλλακτικών μάρκας VOLVO στη πλειονότητά τους (πλατώ, δίσκοι, βολάν, μεσαίες πλάκες), σύμφωνα με τα αντίστοιχα τιμολόγια, προεχόντως ελλείψει μνείας της μάρκας των αναγραφόμενων σ’ αυτές ανταλλακτικών, επιπροσθέτως δε εν όψει τόσον της αναγραφής των ενδείξεων ………….. αορίστως και εκτός κειμένου, όσον και της παραθέσεως στην οικεία στήλη των κατά τον εκκαλούντα (ήδη αναιρεσείοντα) σχετικών με τα ένδικα ανταλλακτικά εργασιών συμπληρωματικά, μετά την αποτίμηση άλλων εργασιών, κατά παράβαση και των κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας κρατούντα στις συναλλαγές και χωρίς την επίκληση άλλων στοιχείων σχετικών με την μάρκα και την ημερομηνία εισόδου των παραπάνω αυτοκινήτων στο εν λόγω συνεργείο, γ) ότι ο εκκαλών δεν προσκόμισε, ως όφειλε, άλλα νόμιμα στοιχεία αποδεικτικά της κατά τον χρόνο των συναλλαγών καλής του πίστεως, εν όψει μάλιστα του ότι η πλαστότητα των ένδικων τιμολογίων (διάτρηση με χρήση καρφίτσας) ήταν, λόγω της ανομοιομορφίας και ασυμμετρίας των διατρήσεων εμφανέστατη (ακόμη και στα υπάρχοντα στο φάκελο φωτοαντίγραφα των πρωτοτύπων τους) και ευχερέστατα αντιληπτή από τον έχοντα την ιδιότητα του επιτηδευματία επί μία εικοσαετία παραλήπτη τους εκκαλούντα (και ήδη αναιρεσείοντα), δ) ότι η με την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου απαλλαγή του τελευταίου από το αδίκημα της φοροδιαφυγής δεν ασκεί καμία επιρροή στην προκειμένη διαφορά, ι) διότι η διαδικασία διοικητικής βεβαιώσεως των προβλεπόμενων από τον Κ.Β.Σ. παραβάσεων της λήψεως και αποδοχής εικονικών και πλαστών τιμολογίων και επιβολής των οικείων διοικητικών κυρώσεων είναι αυτοτελής και διαφορετική έναντι της σχετικής με την φοροδιαφυγή ποινικής διαδικασίας και ιι) διότι δεν προκύπτει από το προσκομιζόμενο απόσπασμα του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως η αθώωση του αναιρεσείοντος για ανυπαρξία των στοιχειοθετούντων τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν παραβάσεις του διοικητικού νόμου (Κ.Β.Σ.) πραγματικών περιστατικών έκρινε ότι «τα προαναφερόμενα στοιχεία» (τιμολόγια πωλήσεως - δελτία αποστολής) είναι εικονικά και πλαστά και ότι ο εκκαλών (και ήδη αναιρεσείων) γνώριζε την εικονικότητά τους και την πλαστότητά τους και επομένως, υπέπεσε στις αποδιδόμενες από τη φορολογική αρχή παραβάσεις». Η πιο πάνω κρίση του διοικητικού εφετείου σύμφωνα με την οποία «ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε, ως όφειλε, άλλα νόμιμα στοιχεία αποδεικτικά της κατά τον χρόνο των συναλλαγών καλής του πίστεως, εν όψει μάλιστα του ότι η πλαστότητα των ένδικων τιμολογίων (διάτρηση με χρήση καρφίτσας) ήταν, λόγω της ανομοιομορφίας και ασυμμετρίας των διατρήσεων, εμφανέστατη και ευχερέστατα αντιληπτή από τον έχοντα την ιδιότητα του επιτηδευματία επί μία εικοσαετία παραλήπτη τους» είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένα τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, η πιο πάνω κρίση του διοικητικού εφετείου, ότι τα επίμαχα τιμολόγια δεν αφορούσαν πραγματικές συναλλαγές και επομένως ήταν εικονικά, είναι επαρκώς αιτιολογημένη διότι το Δικαστήριο συνήγαγε την ύπαρξη της εικονικότητας αυτής συνεκτιμώντας αφ’ ενός μεν την κατά τα ανωτέρω πλαστότητα αυτών και την έλλειψη καλής πίστης του αιτούντος, αφ’ ετέρου δε το γεγονός ότι «η εκδότρια των τιμολογίων αυτών εταιρεία παρουσίασε κατά την ένδικη χρήση μόνο πωλήσεις σημαντικότατου ύψους και καμία αγορά ανταλλακτικών αυτοκινήτων, ούτε είχε σχετικά αποθέματα», τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

 

11. Επειδή, τέλος στην παράγραφο 3 του άρθρου 120 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985, φ. Α΄ 116) ορίζεται ότι: «Δεδικασμένο αποτελούν και οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή και τις ποινές που επιβλήθηκαν». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η διαδικασία διοικητικής βεβαιώσεως των προβλεπομένων από τον Κ.Β.Σ. παραβάσεων η οποία κατατείνει στην επιβολή προστίμου, είναι αυτοτελής και διακεκριμένη από την αντίστοιχη ποινική διαδικασία. Από αυτό έπεται ότι το διοικητικό δικαστήριο, κρίνοντας επί της διοικητικής παραβάσεως, δεν δεσμεύεται κατ’ αρχήν από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, υποχρεούται όμως να εκτιμήσει αυτήν προς μόρφωση της κρίση του (ΣτΕ 3161/2001, 1912/2000, 963/1999).

 

12. Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση εκρίθη ότι η απαλλαγή του αιτούντος από το αδίκημα της φοροδιαφυγής με απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη διαφορά «διότι η διαδικασία διοικητικής βεβαιώσεως των προβλεπομένων από τον Κ.Β.Σ. παραβάσεων της λήψεως και αποδοχής εικονικών και πλαστών τιμολογίων και επιβολής των οικείων διοικητικών κυρώσεων είναι αυτοτελής και διαφορετική έναντι της σχετικής με την φοροδιαφυγή ποινικής διαδικασίας και διότι δεν προκύπτει από το προσκομιζόμενο απόσπασμα του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως η αθώωση του αναιρεσείοντος για ανυπαρξία των στοιχειοθετούντων τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν παραβάσεις του Κ.Β.Σ. πραγματικών περιστατικών». Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας είναι νομίμως και κατ’ αρχήν, επαρκώς αιτιολογημένη διότι ορθώς το τελευταίο έκρινε ότι δεν δεσμεύεται από την ως άνω αθωωτική απόφαση την οποία όμως συνεκτίμησε αιτιολογημένα προς διαμόρφωση της κρίσης του, ο δε αντίθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο δεν προβάλλεται ότι είχαν προβληθεί ειδικότεροι ισχυρισμοί σε σχέση με την απόφαση αυτή ενώπιον του διοικητικού εφετείου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

13. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι α   τ α  ύ τ α

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση

………..

 

Γ. ΣτΕ 3411/2004

 

Αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ……. κατά της εταιρείας …………

1. ..

2. ..

3. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 33 (παρ. 4) του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/92) και του άρθρου 5 (παρ. 10) του ν.2523/97, στην περίπτωση που αποδίδεται εικονικότητα στα εκδοθέντα φορολογικά στοιχεία, υπό την έννοια ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή για την οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ` αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Αν όμως πρόκειται για συναλλαγή με πρόσωπο που δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στα φορολογικά στοιχεία διεύθυνση, φορολογική αρχή, αρκεί το γεγονός αυτό για να στοιχειοθετηθεί παράβαση και του επιχειρηματία που δέχεται τέτοια, στοιχεία, εκτός αν ο τελευταίος αποδείξει ότι τελούσε σε καλή πίστη κατά το χρόνο της συναλλαγής (ΣτΕ 446/2003, 2676, 2445,1055/2002).

 

4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το Διοικητικό Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα εξής :

Από επιτόπιο έλεγχο που διενήργησαν αρμόδιοι υπάλληλοι της Δ` Δ.Ο.Υ. Αθηνών στην επιχείρηση του ............ και στα βιβλία και στοιχεία του, τα αποτελέσματα του οποίου γνωστοποιήθηκαν στην αναιρεσείουσα φορολογική αρχή με το 7726/22.5.1996 δελτίο πληροφοριών της εν λόγω Δ.Ο.Υ., διαπιστώθηκε ότι ο ανωτέρω επιτηδευματίας είχε υποβάλει δήλωση ενάρξεως επιτηδεύματος στις 3.9.1993 με αντικείμενο εργασιών γραφικές τέχνες, επιγραφές ΝΕΟΝ και είδη δώρων, με έδρα την Αθήνα (..................), κατά το χρονικό δε διάστημα από την έναρξη των εργασιών του μέχρι 30.3.1994 ασχολήθηκε με την κατασκευή απλών επιγραφών με πλαστικά και μεταλλικά γράμματα και σε ελάχιστες περιπτώσεις φωτεινών επιγραφών, γιατί με άλλες δραστηριότητες δεν ήταν δυνατόν να ασχοληθεί ελλείψει χώρου και μηχανημάτων.

Από εκδοθέντα στοιχεία που παρέλαβε από την επιχείρηση η ΥΠ.Ε.Δ.Α. προέκυψε ότι πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις εντύπων ημερολογίων, μπλοκ, φυλλαδίων, ντοσιέ, προσπέκτους, αυτοκόλλητων φακέλων αλληλογραφίας, μακετών, πινακίδων με μεταξοτυπία, διαφημιστικών στυλό, ημερολογίων, μπρελόκ, ρολογιών με εκτύπωση φίρμας και φαναριών και επισκευές αντλιών περιελίξεων μοτέρ, εκτυπώσεις, βιβλιοδεσίες κ.λ.π.

Η ανωτέρω Δ.Ο.Υ. όμως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά εμφανίζουν κατά το πλείστον εικονικές συναλλαγές, αφού έλαβε υπόψη ότι η ως άνω επιχείρηση :

α) δεν είχε υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α.,

β) δεν επέδειξε τιμολόγια αγοράς πρώτων υλών ούτε δικαιολογητικά δαπανών, μεταξύ των οποίων φορτωτικές, από όπου να αποδεικνύεται η αποστολή εμπορευμάτων,

γ) εξέδωσε εκ των υστέρων πιστωτικά τιμολόγια συνολικής αξίας 188.691.925 δρχ. που καταχώρισε στο σκέλος εξόδων του τηρουμένου απ` αυτήν βιβλίου, χωρίς να επιδείξει στον έλεγχο τα στελέχη, ούτε κανένα δικαιολογητικό επιστροφής εμπορευμάτων και

δ) έλαβε και καταχώρισε αθεώρητο τιμολόγιο για αγορά ανύπαρκτων παγίων περιουσιακών στοιχείων αξίας δρχ. 88.230.000. Η αυτή Δ.Ο.Υ. έλαβε επίσης υπόψη,

ε) τη στενότητα του χώρου του καταστήματος της εν λόγω επιχείρησης (20 τ.μ.) και τη μη απασχόληση από αυτή προσωπικού και τέλος,

στ) το ότι η επιχείρηση αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 3.9.1993 έως 31.12.1993 με αγορές αξίας 2.787.857 δρχ. είχε πραγματοποιήσει πωλήσεις αξίας 300.904.717 δρχ. και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1994 έως 30.3.1994 με αγορές δρχ. 932.501 είχε πραγματοποιήσει πωλήσεις δρχ. 94.812.984, δεν είναι δυνατόν δε οι αγορές αυτές να αντιστοιχούν σε πωλήσεις τόσης μεγάλης αξίας, όπως προκύπτει και από τη σύγκριση με στοιχεία ομοειδών επιχειρήσεων.

Μεταξύ των ληπτών των πιο πάνω στοιχείων περιλαμβάνεται και η επιχείρηση της ήδη αναιρεσίβλητης που έχει ως αντικείμενο εργασιών τη διακόσμηση και εμπορία πλακιδίων και ειδών υγιεινής με έδρα στην οδό Πισιδίας αρ. 4 στη Νέα Ιωνία, η οποία, όπως προέκυψε από έλεγχο που διενεργήθηκε γι` αυτή, για τον οποίο συντάχθηκε η από 30.3.1998 οικεία έκθεση, παρέλαβε α) το με αριθμό 54/26.11.1993 τιμολόγιο πωλήσεως που αντιστοιχεί στο με αριθμό 49/29.10.1993 δελτίο αποστολής και αφορά την πώληση από την πιο πάνω εκδότρια επιχείρηση παγίων περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή μιας εκτυπωτικής μηχανής μάρκας ΝΑSSΕΤΙΕ SΕRΙΜΕΟΚ 160, δύο βάσεων για ταινίες μεταφοράς, δύο ταινιών μεταφοράς και μιας αλυσίδας μεταφοράς συνολικής αξίας 6.000.000 δρχ., η οποία κατά την αναγραφή της στο αντίστοιχο βιβλίο της (της αναιρεσίβλητης) είχε διορθωθεί σε δρχ. 6.600.000, είχε δε καταχωρισθεί στο τηρούμενο από αυτήν βιβλίο εσόδων - εξόδων με ημερομηνία 29.10.1993 και β) το με αριθμό 58/29.8.1993 τιμολόγιο πωλήσεως - δελτίο αποστολής για την πώληση 105 μακετών συνολικής αξίας δρχ. 3.899.000, το οποίο είχε καταχωρισθεί στο βιβλίο εσόδων - εξόδων αυτής (της αναιρεσίβλητης) με ημερομηνία 31.8.1993.

Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα ο Προϊστάμενος της αναιρεσειούσης  Δ.Ο.Υ., με την 89/1998 πράξη του καταλόγισε σε βάρος της αναιρεσίβλητης για δύο παραβάσεις λήψεως εικονικών τιμολογίων και καταχωρίσεώς τους στο τηρούμενο από αυτή βιβλίο εσόδων - εξόδων κατά τη χρήση 1993 πρόστιμο, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 Ν.2523/1997, δραχμών 20.998.000 συνολικά και ειδικότερα δρχ. 13.200.000 (6.600.000 Χ 2) και δραχμές 7.798.000 (3.899.000 Χ 2) για κάθε μία από τις πιο πάνω παραβάσεις, αντιστοίχως.

Η αναιρεσίβλητη, με την από 7.7.1998 αίτησή της, ζήτησε από τη φορολογική αρχή να διενεργήσει έλεγχο στην επαγγελματική της εγκατάσταση, ώστε να διαπιστωθεί ότι τα πωληθέντα με τα πιο πάνω φορολογικά στοιχεία εμπορεύματα υφίστανται στην επιχείρησή της. Ο έλεγχος αυτός διενεργήθηκε, συντάχθηκε δε η από 15.7.1998 έκθεση, σύμφωνα με την οποία βρέθηκαν τα εν λόγω εμπορεύματα, δηλαδή μία εκτυπωτική μηχανή μάρκας ΝΑSSETIF SΕΡΙΜΕΟΚ 160 με τα εξαρτήματά της και 105 μακέτες διαφόρων παραστάσεων. Τα ως άνω εμπορεύματα, όπως δήλωσε η ................ νόμιμη εκπρόσωπος της αναιρεσίβλητης, με την από 8.7.1998 υπεύθυνη δήλωσή της του άρθρου 8 Ν.1599/1986 προς την Δ.Ο.Υ. Ν. Ιωνίας, παραλήφθηκαν από τον εμφανιζόμενο ως συνεργάτη του ανωτέρω ............ ονόματι ......... τον οποίο η ίδια δεν γνώριζε.

Η φορολογική αρχή, θεωρώντας, ότι οι πιο πάνω συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν από πρόσωπα διαφορετικά από τα αναγραφόμενα στα φορολογικά στοιχεία, καθώς και ότι ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει, κατά τα κρατούντα στις συναλλαγές, να γνωρίζει τον πωλητή αλλά και τα εμπορεύματα που πρόκειται να αγοράσει, σε συνδυασμό με το ότι το πιο πάνω δεύτερο τιμολόγιο πωλήσεως - δελτίο αποστολής φέρει χρόνο εκδόσεως 29.8.1993 και έχει καταχωρισθεί στο βιβλίο εσόδων - εξόδων της αναιρεσίβλητης με ημερομηνία 31.8.1993, ενώ έχει θεωρηθεί το μήνα Σεπτέμβριο 1993, κατά τον οποίο έγινε και η έναρξη των εργασιών του ως άνω επιτηδευματία (3.9.1993), εκδόθηκε δηλαδή σε χρόνο, κατά τον οποίο η επιχείρησή του ήταν ανύπαρκτη, ενέμεινε στην άποψη ότι τα πιο πάνω εκδοθέντα φορολογικά στοιχεία εμφανίζουν «ανύπαρκτες συναλλαγές».

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της πράξεως επιβολής προστίμου, με την αιτιολογία ότι από τα προαναφερθέντα στοιχεία, όπως αυτά προέκυπταν από την έκθεση ελέγχου, στοιχειοθετείται η αποδιδόμενη σε βάρος της παράβαση της λήψεως των ανωτέρω δύο εικονικών τιμολογίων. Το διοικητικό εφετείο εδέχθη εν μέρει την έφεση της αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που αφορούσε το υπ` αριθμ. 54/93 τιμολόγιο, ενώ απέρριψε αυτή κατά το μέρος που αφορούσε το υπ` αριθμ. 58/93 τιμολόγιο - δελτίο αποστολής. Ειδικότερα, η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου όσον αφορά τη συναλλαγή για την οποία εκδόθηκε το υπ` αριθμ. 54/1993 τιμολόγιο πωλήσεως έκρινε ότι "η Φορολογική Αρχή, η οποία φέρει το βάρος απόδειξης της εικονικότητας τιμολογίου που εκδίδεται από φορολογικώς υπαρκτό πρόσωπο, είτε γιατί η συναλλαγή είναι ανύπαρκτη είτε γιατί πραγματοποιήθηκε μεταξύ άλλων συναλλασσομένων προσώπων από τα αναγραφόμενα στα οικεία τιμολόγια, στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδεικνύει ούτε ανυπαρξία της ένδικης συναλλαγής αφού τα αγαθά που αποτέλεσαν αντικείμενο συναλλαγής για την οποία εκδόθηκε το 54/1993 τιμολόγιο βρέθηκαν στην επιχείρηση της εκκαλούσας (ήδη αναιρεσίβλητης), αλλά ούτε εικονικότητα της συναλλαγής προσώπων, αφού δεν αποδεικνύει αφενός ότι ο εκδότης του εν λόγω τιμολογίου ήταν αδύνατο να είναι και ο προμηθευτής των ενδίκων αγαθών, και αφετέρου δεν υποδεικνύει το πρόσωπο που πράγματι συναλλάχθηκε με την εκκαλούσα (αναιρεσίβλητη).

Ειδικότερα, από τη διαπίστωση παραλείψεων ή παραβάσεων του εκδότη του ενδίκου τιμολογίου (54/93) ως προς την εκπλήρωση των φορολογικών του υποχρεώσεων, τη μη επίδειξη βιβλίων και στοιχείων αυτού, το αντικείμενο εργασιών του, τη στενότητα του χώρου της επαγγελματικής του εγκαταστάσεως ή τη μη απασχόληση προσωπικού, δεν αποδεικνύεται και η μη άσκηση επιχείρησης από τον τελευταίο και συνεπώς, η αδυναμία του να είναι ο προμηθευτής των εν λόγω αγαθών, έστω και αν τα τελευταία δεν είχαν αποτελέσει μέχρι τότε αντικείμενο των δραστηριοτήτων του".

 Με τις σκέψεις αυτές το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται η ως άνω αποδιδόμενη σε βάρος της αναιρεσίβλητης παράβαση, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσής της.

 

5. Επειδή, η πιο πάνω κρίση του διοικητικού εφετείου όσον αφορά το 54/1993 τιμολόγιο είναι νομίμως και επαρκώς, κατ’ αρχήν, αιτιολογημένη. Διότι, το δικαστήριο, μετά από τη συνολική εκτίμηση όλων των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η εικονικότητα του επίμαχου παραστατικού και, συνακολούθως, ότι δεν εστοιχειοθετείτο η αποδοθείσα στην αναιρεσίβλητη παράβαση. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, ως απαράδεκτα δε κατά το μέρος που αμφισβητούν ευθέως την ορθότητα της ανέλεγκτης κατ’ αναίρεση εκτιμήσεως των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας.

Ο ειδικότερος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Δημοσίου ότι "η αναιρεσιβαλλομένη δεν προέβη σε συνολική εκτίμηση των στοιχείων που υπήρχαν στο φάκελο της δικογραφίας", είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το αντίθετο προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Τέλος, το αναιρεσείον προβάλλει ότι έσφαλε το διοικητικό εφετείο διότι στήριξε την κρίση του στο ότι "η φορολογική αρχή δεν υπέδειξε το πρόσωπο που πράγματι συναλλάχθηκε με την αναιρεσίβλητη, προϋπόθεση όμως που σε καμία διάταξη δεν ορίζεται". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως ρητώς προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το διοικητικό εφετείο, στήριξε την κρίση του περί μη εικονικότητας του επίδικου τιμολογίου, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη ορθώς, κατά τα εκτεθέντα στην τρίτη σκέψη της παρούσης αποφάσεως  ότι το βάρος της αποδείξεως της εικονικότητας παραστατικού που εκδίδεται από φορολογικώς υπαρκτό πρόσωπο, όπως εν προκειμένω, έφερε η φορολογική αρχή, η δε αναφορά στην αναιρεσιβαλλομένη ότι η φορολογική αρχή δεν υπέδειξε το πρόσωπο που πράγματι συναλλάχθηκε με την αναιρεσίβλητη γίνεται υπό την έννοια ότι η εν λόγω αρχή, φέρουσα το βάρος απόδειξης, θα μπορούσε να αποδείξει εικονικότητα της ως άνω συναλλαγής ως προς το πρόσωπο του εμφανιζομένου εις το τιμολόγιο ως αντισυμβαλλομένου της αναιρεσίβλητης, υποδεικνύοντας το πρόσωπο τούτο.

 

6. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Δ ι α   τ α ύ τα 

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση

………………..

 

Δ. ΣτΕ 2586/2002

 

Αίτηση της …… κατά του Υπουργού Οικονομικών ……..

facebook logo
twitter logo
iphone app