Α. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ- ΜΕΤΡΑ ΓΕΝΙΚΑ
1. ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΦΟΡΟΙ
Με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του ν.2523/1997 ορίζεται ότι όποιος έχει υποχρέωση με βάση τη φορολογική νομοθεσία να υποβάλλει δήλωση και υποβάλλει αυτή εκπρόθεσμα ή δεν την υποβάλλει καθόλου ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο, ο οποίος ορίζεται από τις παραγράφους αυτές, όπως αναλυτικά αναφέρονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2. Σημειώνεται ότι οι πρόσθετοι φόροι επιβάλλονται χωρίς να εξετάζεται αν υφίσταται ή όχι πρόθεση του φορολογούμενου να αποφύγει το φόρο.
2. ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
Με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του ν.2523/1997, ορίζονται οι εκάστοτε επιβαλλόμενες διοικητικές κυρώσεις για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση φοροδιαφυγής.
Ειδικά στους παραβάτες λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, έκδοσης εικονικών, πλαστών φορολογικών στοιχείων και νόθευσης τέτοιων στοιχείων, εφόσον βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου προκύπτει ότι η αξία των συναλλαγών, αθροιστικά λαμβανομένη κατά το χρόνο διαπίστωσης των παραβάσεων, υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000,00) ευρώ, απαγορεύεται στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις και ζητούνται από τον παραβάτη, για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων.
Επίσης στην περίπτωση αυτή αναστέλλεται έναντι του Δημοσίου και το απόρρητο των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των πάσης φύσεως επενδυτικών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων του φορολογούμενου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών. Οι δεσμεύσεις αυτές δεν εφαρμόζονται για ποσά μισθών και συντάξεων που κατατίθενται στους οικείους λογαριασμούς φυσικών προσώπων.
Τα ανωτέρω δεν επιβάλλονται στους παραβάτες λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων στην περίπτωση που η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη, σε υπαρκτές όμως συναλλαγές.
Στις περιπτώσεις λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, έκδοσης εικονικών, πλαστών φορολογικών στοιχείων και νόθευσης τέτοιων στοιχείων, οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και για τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ιδιότητες των παραγράφων 1 έως και 4 του άρθρου 20 του ν.2523/1997 κατά την τέλεση της παράβασης.
Όλες οι ισχύουσες διατάξεις και για τις λοιπές περιπτώσεις που αναφέρονται στο ίδιο θέμα και στις κατά περίπτωση ακολουθούμενες διαδικασίες, όπως ισχύουν, αναφέρονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 του παρόντος.
Επισημαίνεται ότι τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά στο σύνολό τους εφόσον ο υπόχρεος φορολογούμενος καταβάλει ποσό πάνω από εβδομήντα τοις εκατό (70%) του συνόλου των οφειλόμενων οικείων ποσών φόρων, τελών και εισφρών μετά των νομίμων προσαυξήσεων ή προστίμων.
Με το άρθρο 15 του ν.2523/1997, ορίζεται ότι το διοικητικό εφετείο, για τους λόγους και τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, απαγγέλλει υποχρεωτικά σε βάρος του υποχρέου μία τουλάχιστον από τις κυρώσεις:
α) Την απώλεια του δικαιώματος συμμετοχής σε δημοπρασίες του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των κοινωφελών ιδρυμάτων και οργανισμών κοινής ωφέλειας για χρονικό διάστημα (1) ενός έτους.
β) Την απώλεια του δικαιώματος λήψης πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών.
γ) Την απαγόρευση για περίοδο τριών (3) ετών της σύναψης σύμβασης με το Δημόσιο ή άλλους δημόσιους οργανισμούς ή φορείς.
δ) Την απώλεια για περίοδο τριών (3) ετών του δικαιώματος λήψης δανείων με την εγγύηση του Δημοσίου ή δημόσιων επιχορηγήσεων ή κρατικών πιστώσεων.
Τα λοιπά θέματα που σχετίζονται με το άρθρο αυτό αναφέρονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 του οδηγού αυτού.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Το άρθρο 14 του ν.2523/1997 αντικαταστάθηκε με τη παράγραφο 1 του άρθρου 27 του ν.3296/2004 και ισχύει από 14.12.2004, ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου.
Β. ΠΡΟΣΤΙΜΑ
1. ΣΤΟΝ Κ.Β.Σ.
Η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και η λήψη εικονικών, η νόθευση αυτών, θεωρείται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη των οκτακοσίων ογδόντα (880,00) ευρώ. Σε αντίθετη περίπτωση θεωρείται ιδιαίτερη κατηγορία αυτοτελούς παράβασης και επιβάλλεται το πρόστιμο κατ' εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 8 και 9 του άρθρου 5 του ν.2523/1997. Αν η αξία του στοιχείου είναι μερικώς εικονική, το ως άνω πρόστιμο επιβάλλεται για το μέρος της εικονικής αξίας. Όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της μερικώς εικονικής αξίας το πρόστιμο της περίπτωση αυτής, επιβάλλεται μειωμένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%).
Η ίδια μείωση ισχύει και για το λήπτη εικονικού στοιχείου στην περίπτωση που η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη. (Άρθρο 5, παρ. 10, 11 και 12 του ν.2523/1997).
Πλήρης αναφορά για τα επιβαλλόμενα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις γίνεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 του παρόντος.
Επισημαίνεται ότι δεν καταλογίζεται ιδιαίτερη παράβαση για την καταχώρηση εικονικών, πλαστών ή νοθευμένων στοιχείων, εφόσον επιβάλλεται πρόστιμο της περίπτωσης β' της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του ν.2523/1997, ανεξάρτητα από τον χρόνο στον οποίο ανάγεται η παράβαση.
Οι διατάξεις αυτές, ότι δηλαδή δεν καταλογίζεται ιδιαίτερη παράβαση σύμφωνα με το εδάφιο αυτό, καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς στις φορολογικές αρχές, στα Διοικητικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας υποθέσεις, (Άρθρο 40 παρ. 16 και 17 του ν.3220/2004).
Επί πλέον επισημαίνεται ότι όταν καταλογίζεται παράβαση για τα στοιχεία αξίας δεν καταλογίζεται για την ίδια αιτία παράβαση για τα σχετικά Δελτία Αποστολής.
2. ΣΤΟ Φ.Π.Α.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παρ. 1, του ν.2523/1997, στο Φ.Π.Α., όταν μετά από έλεγχο αποδειχθεί ότι ο υποκείμενος στο φόρο ως λήπτης εικονικού φορολογικού στοιχείου ή στοιχείου το οποίο νόθευσε αυτός ή άλλοι για λογαριασμό του, διενήργησε έκπτωση φόρου εισροών ή έλαβε επιστροφή φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί Φ.Π.Α. ή ως εκδότης δεν απέδωσε φόρο, με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, επιβάλλεται ειδικό πρόστιμο ισόποσο με το τριπλάσιο του φόρου που εξέπεσε ή που επιστράφηκε ή δεν απέδωσε, ανεξάρτητα αν δεν προκύπτει τελικά ποσό φόρου για καταβολή.
Το πρόστιμο αυτό επιβάλλεται και στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. που έλαβαν επιστροφή φόρου με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία που εξέδωσαν οι ίδιοι.
Προϋπόθεση για την επιβολή του προστίμου αυτού είναι ο υποκείμενος στο φόρο να μην έχει αποδώσει στο δημόσιο το φόρο που έχει αναγράψει στα φορολογικά αυτά στοιχεία.
Για παράδειγμα, σε υποκείμενο, ο οποίος εξέδωσε εικονικό τιμολόγιο αξίας 1.000.000,00 ευρώ, το οποίο επιβάρυνε με Φ.Π.Α. 190.000,00 για ανύπαρκτη στο σύνολό της συναλλαγή, αν καταχώρησε κανονικά στα βιβλία του το τιμολόγιο αυτό και περιέλαβε τον αντίστοιχο φόρο στο φόρο εκροών της δήλωσης που υπέβαλε για τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο, δεν επιβάλλεται το εν λόγω πρόστιμο.
Οι ισχύουσες διατάξεις αναφέρονται αναλυτικά στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 του παρόντος.
Γ. ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Πρέπει να επισημανθεί ότι η έκδοση εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων, η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και η νόθευση αυτών, αποτελεί ποινικό αδίκημα και θεωρείται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση για την οποία επιβάλλεται αυξημένο πρόστιμο Κ.Β.Σ. και Φ.Π.Α., καθώς και ποινικές κυρώσεις (άρθρα 5, 6 και 19 του ν.2523/1997). Με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 2 του ν.2523/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 4 του ν.2753/1999) καθορίζεται ότι σε περίπτωση διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, δεν εφαρμόζονται οι ποινικές διατάξεις των άρθρων 17 έως και 21 του ν.2523/1997, δηλαδή αίρεται το αξιόποινο της πράξης.
Ειδικότερα:
α. Με τις διατάξεις των άρθρων 17, 18 και 19 του ν.2523/1997 καθορίζονται οι ποινικές κυρώσεις για όσους διαπράττουν αδίκημα φοροδιαφυγής για την παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος, για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α. και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών καθώς και για έκδοση πλαστών ή για έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση φορολογικών στοιχείων.
Τι θεωρείται ως αδίκημα φοροδιαφυγής, ως απόκρυψη καθαρών κερδών, ως καθαρό εισόδημα, στη φορολογία εισοδήματος για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, καθορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του ν.2523/1997.
Με το άρθρο 19, παρ. 1, του ν.2523/1997, ορίζεται ότι αδίκημα φοροδιαφυγής διαπράττει και όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου.
β. Σε σχέση με τα ανωτέρω διευκρινίζεται ότι με τις νεότερες διατάξεις των άρθρων 19 παρ.1 και 21 παρ.10 του
ν.2523/1997, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του ν.2523/1997, δεν απαιτείται για τη θεμελίωση του αδικήματος
η γνώση από τον υπαίτιο ότι το φορολογικό στοιχείο είναι εικονικό και ότι σκοπός αυτού είναι η απόκρυψη φορολογητέας
ύλης και επί πλέον ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού
ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο (σχετ. η αριθ. 55/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου).
Η προγενέστερη όμοια διάταξη του άρθρου 31 παρ.1 περ.ζ` και η΄ του ν.1591/1986 απαιτούσε ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση του ίδιου αδικήματος την γνώση από τον υπαίτιο ότι το φορολογικό στοιχείο είναι εικονικό και τον σκοπό τούτου για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης και αφετέρου ο χρόνος παραγραφής άρχιζε από την τέλεση του αδικήματος και επομένως η συμπλήρωση του και η εξάλειψη του αξιοποίνου επερχόταν νωρίτερα απ` ότι προβλέπει ο νεότερος νόμος.
γ. Με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν.2523/1997, ορίζονται τα πρόσωπα που θεωρούνται ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής.
Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου αυτού, για κάθε ένα από τα πρόσωπα αυτά, εφόσον κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή από την ιδιότητά τους και εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων γίνεται φανερό ότι γνώριζαν για τις πράξεις ή παραλείψεις, με τις οποίες εκπληρώθηκαν οι όροι των αδικημάτων, συντάσσεται ξεχωριστή μηνυτήρια αναφορά. Τα πρόσωπα αυτά είναι:
1. Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω.
2. Στις εταιρίες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες, οι ομόρρυθμοι εταίροι ή διαχειριστές αυτών και στις περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, οι διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν ή απουσιάζουν αυτοί, ο κάθε εταίρος.
3. Στους συνεταιρισμούς, οι πρόεδροι ή οι γραμματείς ή οι ταμίες ή οι διαχειριστές αυτών.
4. Στις κοινοπραξίες, κοινωνίες, αστικές, συμμετοχικές ή αφανείς εταιρίες, ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται οι εκπρόσωποί τους και αν ελλείπουν αυτοί, τα μέλη τους. Όταν στα μέλη αυτών περιλαμβάνονται και νομικά πρόσωπα ή αλλοδαπές επιχειρήσεις ή αλλοδαποί οργανισμοί, εφαρμόζονται ανάλογα και οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του ίδιου ως άνω άρθρου.
5. Στις αλλοδαπές επιχειρήσεις γενικά και στους κάθε είδους αλλοδαπούς οργανισμούς, ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται οι διευθυντές ή αντιπρόσωποι ή πράκτορες, που έχουν στην Ελλάδα.
6. Επίσης, αυτουργοί θεωρούνται και: α) όσοι δυνάμει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή διάταξης τελευταίας βούλησης είναι διαχειριστές αλλότριας περιουσίας και β) ο επίτροπος ή κηδεμόνας ή διοικητής αλλοτρίων κατά τις διατάξεις του Α.Κ.
7. Ως άμεσοι συνεργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται ο προϊστάμενος του λογιστηρίου κάθε μορφής ή τύπου επιχείρησης ή όποιος συμπράττει με οποιονδήποτε τρόπο γενικά στη διάπραξη των αδικημάτων του παρόντος, ως τοιούτου νοουμένου και του υπογράφοντος τη δήλωση ως πληρεξούσιος.
Δ. ΜΗΝΥΤΗΡΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Είδη μηνυτήριων αναφορών
- Οι μηνυτήριες αναφορές εισοδήματος – Φ.Π.Α. – παρακρατουμένων φόρων, υποβάλλονται για όλες τις περιπτώσεις των αδικημάτων που διαπράχθηκαν από την 1/1/1998 και εξής και αναφέρονται στα άρθρα 17 και 18 του ν.2523/1997 σε συνδυασμό και με τα άρθρα 20 και 21 του ίδιου νόμου.
Καταρχήν, εάν οι φόροι, τα τέλη οι εισφορές που οφείλονται υπερβαίνουν τα ελάχιστα όρια που προβλέπονται από τα παραπάνω άρθρα, σε κάθε μία χρήση και για κάθε μία φορολογία ξεχωριστά υποβάλλεται ξεχωριστή μηνυτήρια αναφορά, καθόσον σε περίπτωση συρροής περισσότερων τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών τα ποσά υπολογίζονται ξεχωριστά για κάθε μερικότερο φόρο, τέλος ή εισφορά ανά χρήση.
Επιπλέον οι φορολογικές εγγραφές πρέπει να έχουν οριστικοποιηθεί με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας γι άσκηση προσφυγής ή κατάθεσης αιτήματος για διοικητική επίλυση της διαφοράς.
- Η μηνυτήρια αναφορά του Κ.Β.Σ., υποβάλλεται για όλες τις περιπτώσεις των αδικημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 19 του ν.2523/1997, όπως ίσχυε πριν τη συμπλήρωσή του με την παράγραφο 1 του άρθρου 40 του ν.3220/2004 και τα αδικήματα αυτά διαπράχθηκαν από την 1/1/1998 και εξής, ανεξάρτητα από τη συνολική αξία των φορολογικών στοιχείων.
Επίσης υποβάλλεται για τις περιπτώσεις των αδικημάτων που διαπράχθηκαν από την 1/1/1998 μέχρι σήμερα και αφορούν α) στην έκδοση πλαστών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση τέτοιων στοιχείων, ανεξάρτητα από τη συνολική αξία των φορολογικών στοιχείων β) στην έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, για ανύπαρκτη συναλλαγή (στο σύνολο της ή σε μέρος αυτής), συνολικής αξίας κάτω των 3.000,00 ¤ και γ) σε κάθε άλλη περίπτωση έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ανεξάρτητα από τη συνολική αξία των φορολογικών στοιχείων, που όμως η εικονικότητα δεν αναφέρεται σε ανύπαρκτη συναλλαγή (στο σύνολο της ή σε μέρος αυτής).
Υποβάλλεται μια μηνυτήρια αναφορά και τα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 19 του ν.2523/1997, αφορούν στη συνολικά αξία των φορολογικών στοιχείων για τα οποία διαπιστώθηκε η διάπραξη των παραπάνω αδικημάτων.
- Η μηνυτήρια αναφορά του Κ.Β.Σ., με βάση το άρθρο 40 ν.3220/2004, υποβάλλεται για τις περιπτώσεις των αδικημάτων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του ν.2523/1997, όπως ισχύει μετά τη συμπλήρωσή του με την παράγραφο 1 του άρθρου 40 του ν.3220/2004.
Τα αδικήματα αυτά πρέπει να έχουν διαπραχθεί μετά την 28/1/2004 και να αφορούν στην έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, στο σύνολο της ή σε μέρος αυτής, αξίας άνω των 3.000,00 ¤.
Ειδικά όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής υπερβαίνει το ποσό των 150.000,00 ευρώ, η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου.
Επισήμανση : Σε σχέση με τα ανωτέρω, διευκρινίζεται ότι η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, είναι αρμοδιότητα του Προϊσταμένου της Ελεγκτικής αρχής, ενώ η άσκηση ποινικής δίωξης αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Εισαγγελικής αρχής.
Ε. ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
1. ΄Όπως είναι γνωστό από την Νομική Επιστήμη, μόλις ο Εισαγγελέας λάβει την αίτηση της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο για πλαστά - εικονικά φορολογικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 19 του ν.2523/1997 (άρθρο 41 Κ.Π.Δ αίτηση της αρχής), τότε κινεί τη διαδικασία για την άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 43 Κ.Π.Δ. ):
- Είτε με παραγγελία για ανάκριση, την οποία ενεργεί μόνο ο ανακριτής μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα η οποία καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει και η οποία σκοπό, κατά το άρθρο 239 του ΚΠΔ, έχει τη συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων προκειμένου να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γιΆ αυτό.
- Είτε με παραγγελία για προανάκριση, η οποία ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα ή από τον ανακριτή στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.
- Είτε εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, στις περιπτώσεις που αυτό επιτρέπεται.
Η απευθείας κλήση στο ακροατήριο χρησιμοποιείται όταν πρόκειται για πταίσματα, ή ελαφρά πλημμελήματα ή σε περιπτώσεις όπου η προανάκριση για διάφορους λόγους προφανώς δεν είναι αναγκαία (π.χ. στα αυτόφωρα πλημμελήματα, ή όταν προηγήθηκε προκαταρκτική εξέταση).
2. Με δεδομένα:
α) Την σοβαρότητα του αδικήματος και
β) Το Νομικό καθεστώς που ισχύει σήμερα, το οποίο θεωρεί, το αδίκημα της φοροδιαφυγής από την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, τη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και τη νόθευση φορολογικών στοιχείων, πλημμέλημα και ότι η ποινική δίωξη ασκείται με απευθείας κλήση στο ακροατήριο, κατά τη σύνταξη της Έκθεσης Ελέγχου Κ.Β.Σ., χρειάζεται ιδιαίτερη επιμέλεια, αφού σ΄ αυτή καταγράφονται με σαφήνεια τα αποδεικτικά της διάπραξης του αδικήματος, στοιχεία που προέκυψαν από την ελεγκτική έρευνα, η οποία λαμβάνεται στην περίπτωση αυτή και ως «προκαταρκτική εξέταση» (πρόχειρη δηλαδή ανάκριση και αναζήτηση της αλήθειας).
3. Εξαιρετικά στις περιπτώσεις που από τον έλεγχο διαπιστώνεται η διάπραξη ή απόπειρα διάπραξης αξιοποίνων πράξεων που διώκονται αυτεπάγγελτα όπως είναι η πλαστογραφία, η λαθρεμπορία, η κατοχή και χρήση σφραγίδων Δημοσίου και φορολογικών στοιχείων μηδέποτε θεωρημένων νόμιμα σε Δ.Ο.Υ., πρέπει να ανακοινώνεται αμέσως στον αρμόδιο Εισαγγελέα η αξιόποινη πράξη κατά το άρθρο 37 του Κ.Π.Δ.
4. Αναφορικά με τη νοµιµοποίηση εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες, σημειώνεται ότι με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του νέου άρθρου 2α του ν.2331/1995, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις του ν.3424/2005 (ΦΕΚ Α΄ 305) και με το άρθρο 17 του ν.3472/2006 (ΦΕΚ Α΄ 135/4.7.2006), ορίζεται ότι, ειδικά για τα αδικήµατα της φοροδιαφυγής, λαθρεµπορίας και άλλα αδικήµατα της φορολογικής και τελωνειακής νοµοθεσίας που υπάγονται στα βασικά εγκλήµατα όπως αυτά καθορίζονται από το νόμο αυτό, η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) είναι αρµόδια για την παραποµπή στη δικαιοσύνη υποθέσεων νοµιµοποίησης εσόδων από λαθρεµπορία, φοροδιαφυγή και για υποθέσεις που υπάγονται στις λοιπές αρµοδιότητές της εφόσον έχει συντάξει τη σχετική πορισµατική αναφορά. Η υποβολή της αναφοράς στη δικαιοσύνη γίνεται µέσω του αρµόδιου Εισαγγελέα της ΥΠ.Ε.Ε. µε ενηµέρωση της Διεύθυνσης Ειδικών Οικονοµικών Υποθέσεων και της Ανεξάρτητης Αρχής του άρθρου 7 του ν.2331/1995.
Για υποθέσεις για τις οποίες έχουν επιληφθεί οι Δ.Ο.Υ. , ή τα Ελεγκτικά Κέντρα ή τα Τελωνεία, υποβάλλονται αναφορές στην Ανεξάρτητη αρχή του άρθρου 7 του ν. 2331/1995 μέσω των αντίστοιχων Γενικών Διευθύνσεων Φορολογικών Ελέγχων και Τελωνείων (σχετ. εγκ. ΠΟΛ. 1131/2006).
Σε σχέση με το ίδιο θέμα, διευκρινίζεται επίσης ότι οι διατάξεις του ν.2331/1995, όπως πλέον ισχύουν, εξακολουθούν να έχουν εφαρµογή και δε θίγονται ακόµα και στις περιπτώσεις άρσης του φορολογικού αξιοποίνου λόγω συµβιβασµού.
Όλα τα ανωτέρω σχετικά εφαρµόζονται για υποθέσεις για τις οποίες µε βάση τα υφιστάµενα δεδοµένα τα σχετικά εγκλήµατα τελούνται από της δηµοσίευσης του ν.3424/2005 (13/12/2005) και εφεξής (σχετ. εγκ. ΠΟΛ. 1131/2006).